ενσωματωμένος

ενσωματωμένος
η , ο[ν] см. ενσαρκωμένος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ενσωματωμένος" в других словарях:

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • χωνευτός — ή, ό / χωνευτός ή, όν, ΝΜΑ [χωνεύω] (για μέταλλα) χυτός νεοελλ. 1. ενσωματωμένος στο εσωτερικό τοίχου, ξύλου ή άλλου υλικού (α. «χωνευτή κεφαλή βίδας» β. «χωνευτά ντουλάπια») 2. το ουδ. ως ουσ. το χωνευτό (παλ. τ.) η ιδιότητα τών μετάλλων να… …   Dictionary of Greek

  • Δεκέλεια — Οικισμός ενσωματωμένος στον δήμο Αχαρνών του νομού Αττικής. Η Δ. ονομάζεται και Τατόι. Η ονομασία Δ. αναφέρεται και σε περιοχή της Αττικής κατά την αρχαιότητα, η οποία βρισκόταν στις νοτιοανατολικές πλαγιές της Πάρνηθας. Ήταν μία από τις 12… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο, φωτοηλεκτρικό — Όργανο βασιζόμενο στην ιδιότητα που έχουν κάποια μέταλλα να εκπέμπουν ηλεκτρόνια (φωτοηλεκτρισμός), όταν δέχονται κατάλληλη ηλεκτρομαγνητική (φωτεινή) ακτινοβολία. Τα φ.κ. κενού αποτελούνται από μια γυάλινη αμπούλα, στην οποία έχει… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • Ποντρέμολι — (Pοntremoli). Κωμόπολη της Ιταλίας στην πρώην επαρχία της Καράρας, χτισμένη σε γραφική τοποθεσία. Στην κωμόπολη, που συγκεντρώνει κάθε χρόνο πλήθος επισκεπτών, υπάρχουν αξιόλογα μεσαιωνικά μνημεία. Από αυτά το αξιολογότερο είναι το φρούριο καθώς… …   Dictionary of Greek

  • ενσωματώνομαι — ενσωματώνομαι, ενσωματώθηκα, ενσωματωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενσωματώνω — ενσωμάτωσα, ενσωματώθηκα, ενσωματωμένος, μτβ., ενώνω δύο ή περισσότερα σε ένα, τα κάνω ένα σώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»